πρεσβεῖον

πρεσβεῖον

πρεσβεῖον, τό, ion. u. ep. πρεσβήϊον, Ehrengeschenk; πρώτῳ τοι μετ' ἐμὲ πρεσβήϊον ἐν χερὶ ϑήσω, Il. 8, 289; πρεσβεῖα νείμας τῆςδε γῆς, Soph. frg. 19; Μίνῳ πρεσβεῖα δώσω ἐπιδιακρίνειν, Plat. Gorg. 524 a; Plut. sagt τὸ ἀπὸ τοῠ χρόνου πρωτεῖον, ὃ καλεῖται κυρίως πρεσβεῖον, was dem Alter zukommt, wie Poll. 2, 12 πρεσβεῖα, γέρα τὰ τοῖς πρεσβυτέροις δεδομένα; u. so bes. im plur. in sp. Prosa; bei Dem. 36, 34 das, was ein Erbe vor dem andern vorwegnimmt; vgl. οὐ τῷ χρόνῳ μόνον, ἀλλὰ καὶ τῷ δικαίῳ πρεσβεῖον ἔχοιμ' ἂν ἔγωγε τοὔνομα τοῠτ' εἰκότως, 39, 29. – Sp., wie LXX, das Alter.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πρεσβεῖον — gift of honour neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρεσβεῖα — πρεσβεῖον gift of honour neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • матерой — матёрый, укр. материй немолодой , блр. маторны, ст. слав. матерьство πρεσβεῖον, заматорѣвъ, заматерѣвъ προβεβηκώς, цслав. матеръ, маторъ старый , болг. матор крепкий, здоровый, зрелый, старый , сербохорв. ма̏тор старый , словен. matȯr… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • πρειγήϊα — τὰ, Α (κρητ. τ.) βλ. πρεσβεῑον …   Dictionary of Greek

  • πρεσβείο — το / πρεσβεῑον, ΝΑ, επικ. και ιων. τ. πρεσβήϊον και κρητ. τ. πληθ. πρειγηϊα, Α [πρέσβυς] 1. (κυρίως στον πληθ.) τα πρεσβεία τιμές και προνόμια προς τη γεροντική ηλικία ή σε πρόσωπα που προηγούνται κατ αρχαιότητα σε ένα αξίωμα 2. φρ. α) «πρεσβεία… …   Dictionary of Greek

  • πρεσβειούμαι — όομαι, Α [πρεσβεῑον] τιμώ …   Dictionary of Greek

  • ԱՆԴՐԱՆԿՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0137 Chronological Sequence: Early classical, 8c գ. Անդրանիկն գոլ. պատիւ եւ իրաւունք անդրանկի. πρωτοτοκεία, κια, κα jus primogeniturae *Վաճառեա՛ ինձ այսօր զանդրանկութիւնս քո: Առ իմէ՞ իցեն այն անդրանկութիւնք: Նա է սկիզբն որդւոց նորա, եւ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • πρεσβεῖ' — πρεσβεῖαι , πρεσβεία age fem nom/voc pl πρεσβεῖα , πρεσβεῖον gift of honour neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρεσβείοις — πρεσβεί̱οις , πρεσβεῖον gift of honour neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρεσβείου — πρεσβεί̱ου , πρεσβεῖον gift of honour neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρεσβείων — πρεσβεί̱ων , πρεσβεῖον gift of honour neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”