πρεσβεῖον — gift of honour neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβεῖα — πρεσβεῖον gift of honour neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
матерой — матёрый, укр. материй немолодой , блр. маторны, ст. слав. матерьство πρεσβεῖον, заматорѣвъ, заматерѣвъ προβεβηκώς, цслав. матеръ, маторъ старый , болг. матор крепкий, здоровый, зрелый, старый , сербохорв. ма̏тор старый , словен. matȯr… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
πρειγήϊα — τὰ, Α (κρητ. τ.) βλ. πρεσβεῑον … Dictionary of Greek
πρεσβείο — το / πρεσβεῑον, ΝΑ, επικ. και ιων. τ. πρεσβήϊον και κρητ. τ. πληθ. πρειγηϊα, Α [πρέσβυς] 1. (κυρίως στον πληθ.) τα πρεσβεία τιμές και προνόμια προς τη γεροντική ηλικία ή σε πρόσωπα που προηγούνται κατ αρχαιότητα σε ένα αξίωμα 2. φρ. α) «πρεσβεία… … Dictionary of Greek
πρεσβειούμαι — όομαι, Α [πρεσβεῑον] τιμώ … Dictionary of Greek
ԱՆԴՐԱՆԿՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0137 Chronological Sequence: Early classical, 8c գ. Անդրանիկն գոլ. պատիւ եւ իրաւունք անդրանկի. πρωτοτοκεία, κια, κα jus primogeniturae *Վաճառեա՛ ինձ այսօր զանդրանկութիւնս քո: Առ իմէ՞ իցեն այն անդրանկութիւնք: Նա է սկիզբն որդւոց նորա, եւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
πρεσβεῖ' — πρεσβεῖαι , πρεσβεία age fem nom/voc pl πρεσβεῖα , πρεσβεῖον gift of honour neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβείοις — πρεσβεί̱οις , πρεσβεῖον gift of honour neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβείου — πρεσβεί̱ου , πρεσβεῖον gift of honour neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβείων — πρεσβεί̱ων , πρεσβεῖον gift of honour neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)