πρεσβηΐς, ἡ, = πρέσβα; πρεσβηῒς τιμή, die würdigste oder älteste Ehre, H. h. 29, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρεσβηίς — ίδος, ἡ, Μ πρέσβα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρέσβυς (πρβλ. ονομ. πληθ. πρεσβῆες) + επίθημα ίς (πρβλ. βασιληίς)] … Dictionary of Greek
πρεσβηίδα — πρεσβηίς highest fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)