- πρισμάτιον
πρισμάτιον, τό, dim. von πρίσμα, als geometrischer Körper, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρισμάτιον, τό, dim. von πρίσμα, als geometrischer Körper, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρισμάτιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρισμάτιον — τὸ, Α [πρίσμα, ατος] (ως υποκορ.) μικρό πρίσμα … Dictionary of Greek
πρισματίοις — πρισμάτιον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρισματίου — πρισμάτιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρισματίῳ — πρισμάτιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρισμάτια — πρισμάτιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)