- πρεσβίστατος
πρεσβίστατος, = Folgdm, Nic. Ther. 344.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρεσβίστατος, = Folgdm, Nic. Ther. 344.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρεσβίστατος — eldest masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβίστατον — πρεσβίστατος eldest masc acc sg πρεσβίστατος eldest neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρέσβιστος — και κρητ. τ. πρείγιστος και πρήγιστος και πρίγιστος, ίστη, ον και τ. θηλ. πρεσβίστα και πρεσβίττα και ανωμ. τ. πρεσβίστατος, άτη, ον, Α (ποιητ. τ. υπερθ. τού πρέσβυς) 1. γηραιότατος, εντιμότατος (α. «πρέσβιστον ἄστρων, νυκτὸς ὀφθαλμός, πρέπει»,… … Dictionary of Greek