- πρεσβῡτικός
πρεσβῡτικός, greisenhaft, alt; Ar. Plut. 270. 787; Plat. Legg. III, 685 a; oft bei Luc. u. Plut.; auch adv. πρεσβυτικῶς, Plut. Thes. 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρεσβῡτικός, greisenhaft, alt; Ar. Plut. 270. 787; Plat. Legg. III, 685 a; oft bei Luc. u. Plut.; auch adv. πρεσβυτικῶς, Plut. Thes. 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρεσβυτικός — ή, ό / πρεσβυτικός, ή, όν, ΝΜΑ [πρεσβύτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πρεσβύτη, γεροντικός (α. «πρεσβυτική άνοια» β. «πρεσβυτικῶν κακῶν» τα κακά τής πρεσβυτικής ηλικίας, Αριστοφ.) αρχ. 1. απαρχαιωμένος, παλιός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ… … Dictionary of Greek
πρεσβυτικός — πρεσβῡτικός , πρεσβυτικός like an old man masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβυτικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πρεσβύτη: Πρεσβυτική αμνησία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρεσβυτικά — πρεσβῡτικά , πρεσβυτικός like an old man neut nom/voc/acc pl πρεσβῡτικά̱ , πρεσβυτικός like an old man fem nom/voc/acc dual πρεσβῡτικά̱ , πρεσβυτικός like an old man fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβυτικώτερον — πρεσβῡτικώτερον , πρεσβυτικός like an old man adverbial comp πρεσβῡτικώτερον , πρεσβυτικός like an old man masc acc comp sg πρεσβῡτικώτερον , πρεσβυτικός like an old man neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβυτικωτέρας — πρεσβῡτικωτέρᾱς , πρεσβυτικός like an old man fem acc comp pl πρεσβῡτικωτέρᾱς , πρεσβυτικός like an old man fem gen comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβυτικῶν — πρεσβῡτικῶν , πρεσβυτικός like an old man fem gen pl πρεσβῡτικῶν , πρεσβυτικός like an old man masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβυτικόν — πρεσβῡτικόν , πρεσβυτικός like an old man masc acc sg πρεσβῡτικόν , πρεσβυτικός like an old man neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
старостный — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} прил. (γεηρός) земной, перстный; (πρεσβυτικός) старческий … Словарь церковнославянского языка
ιπποκράτης — I (Κως 460; – Λάρισα 377 π.Χ.). Γιατρός. Θεωρείται ο επιφανέστερος γιατρός της αρχαιότητας, θεμελιωτής της επιστημονικής ιατρικής. Για τη ζωή του πολλά στοιχεία παραμένουν άγνωστα. Ήταν γιος γιατρού, ενώ γιατροί, επίσης φημισμένοι, ήταν οι δύο… … Dictionary of Greek
προπρεσβυτικός — ή, ό, Ν [πρεσβυτικός] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή συμβαίνει στην πριν από γηρατειά ηλικία τού ανθρώπου … Dictionary of Greek