- πρεμνόθεν
πρεμνόθεν, adv., vom Wurzelende aus, Callim. Del. 35, v. l. πρυμνόϑεν, was m. vgl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρεμνόθεν, adv., vom Wurzelende aus, Callim. Del. 35, v. l. πρυμνόϑεν, was m. vgl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρεμνόθεν — from the stump indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρέμνοθεν — και πρεμνόθεν Α επίρρ. 1. από το κατώτερο μέρος τού κορμού, από τη ρίζα 2. ολοσχερώς, ολοκληρωτικά, εντελώς 3. από τον πάτο, από το βάθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρέμνον + επιρρμ. κατάλ. θεν (πρβλ. πλευρό θεν)] … Dictionary of Greek