θαλάμιος

θαλάμιος

θαλάμιος, 1) = ϑαλαμίτης, Thuc. 4, 32; Hesych. erkl. ὁ κατωτάτω ἐρέσσων ἐν τῇ νηΐ; nach Arcad. 40, 13 ϑαλαμιός zu accentuiren; App. B. C. 5, 107 ist οἱ ϑαλαμίαι in ϑαλαμῖται zu ändern. – 2) ἡ ϑαλαμία; sc. κώπη, das Ruder des ϑαλαμίτης, das kürzeste auf dem Schiffe, was substantivisch gebraucht wird, wenn Ar. Ach. 527 ϑαλαμιῶν τροπουμένων richtig accentuirt ist, wie auch Hesych. ϑαλαμίαι κῶπαι αἱ κατωτάτω, richtiger sowohl ϑαλαμίων, als ϑαλάμιαι, s. jedoch nachher; – das Loch im Schiffsbord, durch welches dies Ruder gesteckt wird, Schol. Ar. Ran. 1072 ἡ ϑαλαμία ὀπή, δι' ἧς ἐξέρχεται ἡ κώπη;τοῦτον δῆσαι διὰ ϑαλαμίης διελόντας τῆς νεός Her. 5, 33; Ar. Pax 1198 διεὶς τὴν χεῖρα διὰ τῆς ϑαλαμίας, wo Bekker nach mss. ϑαλαμιᾶς accentuirt, so daß ein eigenes subst. ϑαλαμιά anzunehmen wäre.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θαλαμιός — θαλαμιός, ά, όν, ιων. θηλ. θαλαμιή (Α) [θάλαμος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θάλαμο, ο θαλαμικός 2. το αρσ. ως ουσ. ό θαλαμιός ο θαλαμίτης* 3. το θηλ. ως ουσ. ή θαλάμια α) (ενν. κώπη) το κουπί τού θαλαμίτη β) (ενν. οπή) η οπή από την… …   Dictionary of Greek

  • θαλαμιός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλαμιά — θαλαμιός of neut nom/voc/acc pl θαλαμιά̱ , θαλαμιός of fem nom/voc/acc dual θαλαμιά̱ , θαλαμιός of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλαμιοί — θαλαμιός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλαμιᾶς — θαλαμιός of fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλαμιῶν — θαλαμίας masc gen pl θαλαμίτης one of the rowers on the lowest bench masc gen pl θαλαμιός of fem gen pl θαλαμιός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θάλαμος — (Φυσ.). Ονομασία διάφορων συσκευών που περιλαμβάνουν έναν χώρο με πολύ συγκεκριμένες συνθήκες και περιεχόμενο και χρησιμοποιούνται για τη μελέτη των ιδιοτήτων των στοιχειωδών σωματιδίων (ηλεκτρονίων, πρωτονίων, νετρονίων κλπ.). Η μελέτη αυτή… …   Dictionary of Greek

  • θαλαμιάς — θαλαμιά̱ς , θαλαμιός of fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”