- πραγματιστήριον
πραγματιστήριον, τό, = χρηματιστήριον, D. Sic. 1, 1, als v. l.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πραγματιστήριον, τό, = χρηματιστήριον, D. Sic. 1, 1, als v. l.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πραγματιστήριον — τὸ, Α εσφ. γρφ. τού χρηματιστήριον … Dictionary of Greek