- πραγματευτικός
πραγματευτικός, in Geschäften erfahren, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πραγματευτικός, in Geschäften erfahren, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πραγματευτικός — occupied in business masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραγματευτικός — ή, όν, Α [πραγματεύομαι] 1. αυτός που ασχολείται με εμπορικές πράξεις 2. αυτός που εισπράττεται από τους εμπόρους, από τους πραματευτάδες. επίρρ... πραγματευτικῶς Α κατά τον τρόπο τών πραγματευτών, τών εμπόρων … Dictionary of Greek
πραγματευτικά — πραγματευτικός occupied in business neut nom/voc/acc pl πραγματευτικά̱ , πραγματευτικός occupied in business fem nom/voc/acc dual πραγματευτικά̱ , πραγματευτικός occupied in business fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραγματευτικόν — πραγματευτικός occupied in business masc acc sg πραγματευτικός occupied in business neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραγματευτικοί — πραγματευτικός occupied in business masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραγματευτικοῦ — πραγματευτικός occupied in business masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραγματευτικούς — πραγματευτικός occupied in business masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραγματευτικῆς — πραγματευτικός occupied in business fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραγματευτικῇ — πραγματευτικός occupied in business fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραγματευτικέ — πραγματευτικός occupied in business masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραγματευτική — πραγματευτικός occupied in business fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)