παρα-βαίνω

παρα-βαίνω

παρα-βαίνω (s. βαίνω), 1) daneben, zur Seite treten, u. im perf., Ἕκτορι παρβεβαώς, Il. 11, 522, wie ὡς τὼ παρβεβαῶτε μάλ' ἕστασαν ἀλλήλοιιν, 13, 708, von dem Kämpfer, der neben dem Wagenlenker steht (vgl. παραβάτης), u. so in tmesi : πὰρ δέ οἱ Ἀντήνωρ περικαλλέα βήσατο δίφρον, Il. 3, 262, wenn man nicht richtiger πάρ hier als Adverbium nimmt; von dem Wagenlenker, Her. 7, 40, παραβεβήκεε δέ οἱ ἡνίοχος, neben ihm stand der Wagenlenker. – 2) vorgehen, weitergehen, παραβήσομαι εἰς τὸ πρόσω τοῦ λόγου, Her. 1, 5; Sp., wie Pol. 4, 73, 7. Dah. in der Comödie π. εἰς od. πρὸς τὸ ϑέατρον, hervortreten u. die Parabase vortragen, Ar. Ach. 629 Equ. 508 Pax 735 u. Plat. com. beim Schol. zu dieser Stelle. – 3) transit., überschreiten, übertreten, verletzen, δίκην παραβάντες, Aesch. Ag. 763; ὁρκώματα, Eum. 738; ϑεοῦ νόμον, Eur. Ion 231; τὰ νόμιμα, Her. 1, 65; ὅρκους, Ar. Thesm. 358, wie Thuc. 1, 78; νόμους, τὰ τεϑέντα, Plat. Crito 53 e Legg. IV, 714 d; Folgde; τὰ κοινὰ δίκαια, Pol. 2, 58, 7; u. pass., παραβαίνεται καὶ τοῦτο (τὸ νόμιμον), Xen. Mem. 4, 4, 24; τῷ τῶν Ἑλλήνων νόμῳ ὑπὸ τῶνδε παραβαϑέντι, Thuc. 3, 67, vgl. 45; παραβεβάσϑαι τὰς σπονδάς, 1, 123; ἐν τοῖς παραβεβασμένοις (so!) ὅρκοις ἐμμένειν, Dem. 17, 12. – Auch τινὰ τῶν δαιμόνων, einen der Götter durch Gesetzübertretung verletzen, gegen ihn sündigen, Her. 6, 12; und absol., fehlen, πέμπει παραβᾶσιν Ἐρινύν, Aesch. Ag. 59. – Uebergehen, mit Stillschweigen, τί, Soph. Trach. 499; Dem. 18, 211; dah. vernachlässigen, übersehen, wie Aesch. 3, 204 vrbdt οὐ τοὺς νόμους μόνον παραβέβηκεν, ἀλλὰ καὶ τὸν καιρόν; vgl. Din. 1, 36; – Eur. Hec. 704, οὐδὲ παρέβα με φάσμα μελανόπτερον, non fugit me.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λαλο-βαρυ-παρα-μελο-ρυθμο-βάτης — λαλο βαρυ παρα μελο ρυθμο βάτης, δωρ. ας, ὁ (Α) (κωμ. λ.) αυτός που μιλά φλύαρα και παράφωνα, χωρίς ρυθμό και μέλος. [ΕΤΥΜΟΛ. «Επ ευκαιρία σύνθετο» τής κωμικής γλώσσας πλασμένο από την παράταξη τών λ. λάλος + βαρύς + παρά + μέλος + ρυθμός + βάτης …   Dictionary of Greek

  • παρ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση παρά. Απαντά και με τη μορφή παραι σε συνθ. τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. παραι βάτης). Το παρ(α) συντίθεται με ρήματα, ονόματα και επιρρήματα και εμφανίζει… …   Dictionary of Greek

  • Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek

  • per-2 —     per 2     English meaning: to go over; over     Deutsche Übersetzung: “das Hinausfũhren about”     Material: A. Dient as preposition, preverb and Adverb: a. per, peri (locative of Wurzelnomens) “vorwärts, in Hinausgehen, Hinũbergehen about …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • άβατον — ἄβατον, το (Α) [βαίνω] τμήμα τού ναού ή τόπος ιερός, όπου δεν επιτρεπόταν η είσοδος παρά μόνο στους ιερείς …   Dictionary of Greek

  • ακροβάτης — I Ο όρος κατά λέξη σημαίνει αυτόν που περπατάει στις άκρες των ποδιών και χρησιμοποιείται από πολλές ξένες γλώσσες για να υποδηλώσει κάθε είδους θαυματοποιούς, σχοινοβάτες, σαλτιμπάγκους, άλτες, ισορροπιστές, δεξιοτέχνες ποδηλάτες κ.ά. Η… …   Dictionary of Greek

  • βωμός — Τράπεζα επάνω στην οποία τοποθετούνταν οι προσφορές ή γίνονταν θυσίες στις θεότητες. Η αρχή του β. ανάγεται στους προϊστορικούς χρόνους. Σε πολλά μέρη βρέθηκαν πέτρες που χρονολογούνται από την τελευταία φάση της νεολιθικής εποχής, με κοιλότητες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”