- πραγμάτιον
πραγμάτιον, τό, dim. von πρᾶγμα, ein Geschäftchen; Ar. Nubb. 198. 991; Epinic. bei Ath. X, 432 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πραγμάτιον, τό, dim. von πρᾶγμα, ein Geschäftchen; Ar. Nubb. 198. 991; Epinic. bei Ath. X, 432 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πραγμάτιον — trifling matter neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραγμάτιον — το, Α [πρᾱγμα, ατος] 1. μηδαμινή υπόθεση 2. μικρή και ασήμαντη δίκη … Dictionary of Greek
πραγματίοις — πραγμάτιον trifling matter neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραγματίου — πραγμάτιον trifling matter neut gen sg πραγματίας tiresome masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραγματίῳ — πραγμάτιον trifling matter neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραγμάτια — πραγμάτιον trifling matter neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραγμάτι' — πραγμάτια , πραγμάτιον trifling matter neut nom/voc/acc pl πραγμάτιαι , πραγματίη prosecution of business fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)