- προ-προ-καλύπτω
προ-προ-καλύπτω, das verstärkte προκαλύπτω, im med., Opp. Cyn. 4, 334.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-προ-καλύπτω, das verstärkte προκαλύπτω, im med., Opp. Cyn. 4, 334.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρύβω — και κρύπτω και κρύφτω (AM κρύπτω και κρύβω, Μ και κρύβγω, Α και κρύφω) 1. καλύπτω κάτι έτσι ώστε να μη φαίνεται, σκεπάζω (α. «προσπάθησε να κρύψει τη γύμνια του με ένα σεντόνι» β. «κεφαλὰς δὲ παναίθησιν κορύθεσσι κρύψαντες», Ομ. Ιλ. γ. «ὑφ… … Dictionary of Greek
προκαλύπτω — ΝΑ [καλύπτω] κρεμώ κάτι μπροστά από κάτι άλλο ως κάλυμμα νεοελλ. 1. προφυλάγω κάτι αποκρύβοντάς το 2. στρ. προφυλάσσω, υπερασπίζω κάτι με προκάλυψη αρχ. 1. μέσ. προκαλύπτομαι α) βάζω επάνω μου κάτι ως κάλυμμα («πέπλων... προυκαλύπτετ εὐπήνους… … Dictionary of Greek
προστεγνώ — όω, Α 1. κλείνω ερμητικά προηγουμένως 2. καλύπτω στεγανά προηγουμένως 3. σταματώ, εμποδίζω έκκριση εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + στεγνῶ «στεγνώνω, κλείνω καλά, καλύπτω στεγανά»] … Dictionary of Greek
βγάζω — και βγάλλω και βγάνω (Μ βγάζω, ἐβγάζω, βγάλλω, ἐβγάλλω, βγάνω, ἐβγάνω) 1. βγάζω έξω, εξάγω 2. ανασύρω («βγάζω μαχαίρι») 3. αναδίνω, τινάζω προς τα έξω («ο βράχος βγάζει νερό») 4. ξεριζώνω, μαδώ («βγάζω τα χορτάρια, τα φρύδια, τις τρίχες κ.λπ.») 5 … Dictionary of Greek
προπηλακίζω — ΝΑ 1. ρίχνω σε κάποιον λάσπη, τόν αλείφω με πηλό, καλύπτω κάποιον με βόρβορο ή τόν ρίχνω στη λάσπη, λασπώνω 2. μτφ. περιλούω κάποιον με ύβρεις και κατηγορίες, διασύρω, εξυβρίζω, εξευτελίζω κάποιον αρχ. επιρρίπτω κατηγορία σε κάποιον («εἴ τις… … Dictionary of Greek
προεπιστορέννυμι — Μ στρώνω, καλύπτω προηγουμένως με σκέπασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐπιστορέννυμι «στρώνω»] … Dictionary of Greek