- προ-πράτης
προ-πράτης, ὁ, Vorläufer, wie προπώλης, Poll. 7, 12 aus Lys.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-πράτης, ὁ, Vorläufer, wie προπώλης, Poll. 7, 12 aus Lys.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προπράτης — ὁ, Α προπώλης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πράτης*] … Dictionary of Greek