- μῡριό-μοχθος
μῡριό-μοχθος, der unendlich viel gearbeitet hat, Herakles, Ep. ad. 282 (Plan. 91).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μῡριό-μοχθος, der unendlich viel gearbeitet hat, Herakles, Ep. ad. 282 (Plan. 91).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακόμοχθος — κακόμοχθος, ον (Α) αυτός που μοχθεί άσκοπα («καὶ κακόμοχθος θεὸν μάταιον ἐκ τοῡ αὐτοῡ πλάσσει πηλοῡ», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μοχθος (< μόχθος), πρβλ. βαρύ μοχθος, μυριό μοχθος] … Dictionary of Greek