- μῡριό-βοιος
μῡριό-βοιος, mit zehntausend Rindern, αὔλια, Eryc. 4 (IX, 237).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μῡριό-βοιος, mit zehntausend Rindern, αὔλια, Eryc. 4 (IX, 237).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ισόβοιος — ἰσόβοιος ον (Α) 1. αυτός που έχει αξία ενός βοδιού 2. (κατά τον Ησύχ.) το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσόβοιον άνθος με μήκωνα (παπαρούνα). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱσ(ο) * + βοιος (< βοῦς), πρβλ. ἀλφεσί βοιος, μυριό βοιος] … Dictionary of Greek
τεσσαράβοιος — ον, Α (επικ. τ.) αυτός που έχει αξία τεσσάρων βοδιών ή τεσσάρων βοδινών δερμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέσσαρες, α + βοιος (< βοῦς, οός, πρβλ. μυριό βοιος] … Dictionary of Greek