- μῡριοστύς
μῡριοστύς, ύος, ἡ, eine Zahl, Menge von zehntausend, Xen. Cyr. 6, 3, 20 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μῡριοστύς, ύος, ἡ, eine Zahl, Menge von zehntausend, Xen. Cyr. 6, 3, 20 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυριοστύς — μυριοστύς, ἡ (Α) στρατιωτική μονάδα που αποτελείται από δέκα χιλιάδες άνδρες, η μυριάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύριοι + επίθημα τυ ς (πρβλ. εκατοσ τύς, χιλιοσ τύς)] … Dictionary of Greek
μυριοστύς — μῡριοστύ̱ς , μυριοστύς body of ten thousand fem acc pl μῡριοστύς , μυριοστύς body of ten thousand fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τυς — τυος, Α αρχαϊκό καταληκτικό σύστημα ρηματικών ονομάτων, δηλωτικών τού ποιού ενεργείας συνωνύμων τών θηλ. σε σις (πρβλ. βιβρώσκω: βρω τύς «βρώση», ἀλαόω: ἀλαω τύς «τύφλωση», βοάω: βοη τύς «βοή»). Η κατάληξη ανάγεται στην Ινδοευρωπαϊκή * tu /* tw… … Dictionary of Greek
μυριοστύας — μῡριοστύας , μυριοστύς body of ten thousand fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυριοστύν — μῡριοστύν , μυριοστύς body of ten thousand fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)