- μῡρι-άρχης
μῡρι-άρχης, ὁ, = Folgdm, Her. 7, 81.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μῡρι-άρχης, ὁ, = Folgdm, Her. 7, 81.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυριάρχης — μυριάρχης, ὁ (Α) αυτός που διευθύνει δέκα χιλιάδες άνδρες, που είναι αρχηγός δέκα χιλιάδων ανδρών («χιλιάρχας τε καὶ μυριάρχας ἀποδέξαντες», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + άρχης (< ἄρχω), πρβλ. ταξι άρχης] … Dictionary of Greek