μῡκητής

μῡκητής

μῡκητής, , der Brüllende, Brüller, Theocr. 8, 6.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μυκητής — ο (Α μυκητής, δωρ. τ. μυκατάς, ὁ) [μυκώμαι] (νεοελλ) ζωολ. κοινή ονομασία τού γένους πιθήκων alouatta αρχ. αυτός που μυκάται, που μουγκρίζει …   Dictionary of Greek

  • μυκητάς — μῡκητά̱ς , μυκητής bellower masc acc pl μῡκητά̱ς , μυκητής bellower masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλομυκητής — μεγαλομυκητής, ὁ (Α) αυτός που μουγκρίζει δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + μυκητής (< μυκῶμαι «μουγγρίζω»)] …   Dictionary of Greek

  • μυκήτωρ — μυκήτωρ, ορος, ὁ (Α) (ποιητ. τ.) μυκητής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυκῶμαι «μουγκρίζω» + επίθημα τωρ (πρβλ. οική τωρ)] …   Dictionary of Greek

  • μυκητίας — μυκητίας, ὁ (ΑΜ) φρ. «μυκητίας σεισμός» σεισμός που συνοδεύεται από υπόκωφη βοή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυκητής + κατάλ. ίας (πρβλ. βρασματ ίας, σεισματ ίας)] …   Dictionary of Greek

  • μυκητικός — μυκητικός, ή, όν (Α) [μυκητής] αυτός που αναφέρεται στον μυκηθμό ή ο επιτήδειος στο να μυκάται, ο μυκώμενος …   Dictionary of Greek

  • μυκώμαι — (ΑΜ μυκῶμαι, άομαι, Α και μύκομαι) 1. (κυρίως για τα βοοειδή) εκβάλλω μυκηθμό, μουγκρίζω, μουκανίζω («μόσχοι σὺν κεραῇσιν ἐμυκήσαντο βόεσσι», Θεόκρ.) 2. (για άψυχα) εκβάλλω υπόκωφο και παρατεταμένο ήχο, βοώ, βουίζω (α. «η θάλασσα... μυκάται… …   Dictionary of Greek

  • πίθηκοι — Θηλαστικά διάφορων διαστάσεων και μορφών, που αποτελούν την τάξη των πρωτευόντων. Το κρανίο τους χαρακτηρίζεται από το ότι έχει τις κογχιακές κοιλότητες καθαρά ξεχωριστές από τις κροταφικές και στραμμένες προς τα εμπρός. Η οδοντοφυΐα είναι πλήρης …   Dictionary of Greek

  • μυκηταί — μῡκηταί , μυκητής bellower masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυκητᾶν — μῡκητᾶν , μυκητής bellower masc gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυκητᾷ — μῡκητᾷ , μυκητής bellower masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”