μῡαλός

μῡαλός

μῡαλός, μῡαλόω, = μυελός, μυελόω.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μυαλός — και εμυαλός, ο (ΑΜ μυαλός, Μ και ὀμυαλός) ο μυελός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μυελός*. Οι τ. ἐμυαλός και ὀμυαλός είναι ιδιωματικοί] …   Dictionary of Greek

  • κοκορόμυαλος — η, ο ανόητος, ελαφρόμυαλος, κουφιοκέφαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόκορας + μυαλος (< μυαλό), πρβλ. αχυρό μυαλος, ελαφρό μυαλος] …   Dictionary of Greek

  • κοντόμυαλος — η, ο ανόητος, χαζός, με περιορισμένη διανοητική ικανότητα. επίρρ... κοντόμυαλα απερίσκεπτα, ανόητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + μυαλος (< μυαλό), πρβλ. μικρό μυαλος, στενό μυαλος] …   Dictionary of Greek

  • κουρνόμυαλος — και κουρνομύαλος και κουρουνόμυαλος, ον (Μ) αυτός που έχει το μυαλό τής κουρούνας, ανόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουρνός + μυαλος (< μυαλό), πρβλ. ελαφρό μυαλος, μικρό μυαλος] …   Dictionary of Greek

  • κουφόμυαλος — η, ο ελαφρόμυαλος, αστόχαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουφ(ο) (ΙΙ)* + μυαλος (< μυαλό), πρβλ. ελαφρό μυαλος, στενό μυαλος] …   Dictionary of Greek

  • φυρόμυαλος — η, ο, Ν αυτός τού οποίου έχει φυράνει το μυαλό, που μιλάει ή ενεργεί ανόητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυρώ / φυραίνω + μυαλος (< μυαλό), πρβλ. στενό μυαλος (βλ. και λ. φυρός)] …   Dictionary of Greek

  • φυρός — ή, ό / φυρός, ή, όν, ΝΑ νεοελλ. 1. αυτός που έχει φύρα, που έχει ελαττωθεί το βάρος του 2. φρ. α) «φυρό μυαλό» αυτός που έχει φυράνει, που παρουσιάζει άνοια β) «φυρό παράθυρο [ή ξύλο]» παράθυρο [ή ξύλο] που έχει συρρικνωθεί αρχ. ο φυρόχρωμος*.… …   Dictionary of Greek

  • αερο- — α΄συνθ. λ. της Αρχαίας και της Νεοελληνικής από το ουσ. αήρ αέρας. Στα Νεοελληνικά απαντά συχνά και ως αγερο , πρβλ. αγέρας, π.χ. αρχ. νεοελλ. αερό βιος, αερο δόνητος, αερο δρόμος, αερο ειδής, αερο μαχία, αερο μιγής, αερο μιχλώδης, αερο πέτης,… …   Dictionary of Greek

  • κουτός — ή, ό 1. ανόητος, μωρός 2. αφελής, απονήρευτος, απλοϊκός 3. φρ. «κάνω τον κουτό» προσποιούμαι ότι δεν καταλαβαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σχηματίστηκε κατ απόσπαση από το σύνθ. κουτόμυαλος (< κοττό μυαλος < κοττός «πετεινός» + μυαλό), πρβλ. φυρός… …   Dictionary of Greek

  • μυαλό — και μνυαλό, το (Μ μυαλό και μυαλόν) 1. εγκέφαλος («με αλοσκόρπιστα μυαλά», Σολωμ.) 2. ο μυελός τών οστών, το μεδούλι («αυτό το κόκαλο είναι γεμάτο μυαλό») 3. ο νωτιαίος μυελός 4. νους, κρίση, διάνοια («κοφτερό μυαλό») 5) φρόνηση, σύνεση, ευφυΐα… …   Dictionary of Greek

  • ομυαλός — ο βλ. μυαλός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”