μῦκος

μῦκος

μῦκος, , Schleim, Rotz (?); vgl. μύξα u. μύκης. – Hesych. erkl. μυκός durch μιαρός, Andere überhaupt = dumm, einfältig (vgl. κορυζώδης); kommt wohl nur bei Gramm. vor.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μυκός — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἄφωνος, ὡς εἴ τις εἴποι μυσαττόμενος». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *mū , ηχομίμηση τού υπόκωφου ήχου που παράγεται με κλειστά τα χείλη (πρβλ. μῦ, μύω) και συνδέεται με τα αρχ. ινδ. mūka «άφωνος» και mukka «στόμα». Ο… …   Dictionary of Greek

  • μύκος — μῡκος (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μιαρός» …   Dictionary of Greek

  • ταναίμυκος — ον, Α (για βοοειδή) αυτός που μουγκρίζει δυνατά («δέρμα ταναιμύκου... βοός», Ανθ. Παλ). [ΕΤΥΜΟΛ. < Ο τ. ταναί μυκος < ταναός* «υψηλός» κατά τα συνθ. σε ταλαι , παλαι (πρβλ. ταλαί πωρος*) + μυκος (< μυκῶμαι «μουγγρίζω»), πρβλ. μεγά μυκος] …   Dictionary of Greek

  • εύμυκος — εὔμυκος, ον (Α) αυτός που μυκάται, που μουγκρίζει δυνατά («εὐμήκων αὔλια βουκολίων», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μυκος (< μυκώμαι «μουγκρίζω»), πρβλ. ερί μυχος, μεγά μυκος] …   Dictionary of Greek

  • μεγάμυκος — μεγάμυκος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) (ως επίθ. τού όνου) «μεγαλομυκητής», αυτός που μυκάται ηχηρά, δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα * + μυκος (< μυκῶμαι «μουγγρίζω»), πρβλ. εύ μυκος] …   Dictionary of Greek

  • Mycorrhiza — This mycorrhiza includes a fungus in the genus Amanita A mycorrhiza (Gk. μυκός, mykós, fungus and ριζα, riza, roots ,[1] pl mycorrhizae, mycorrhizas) is a symbiotic (generally mutualistic …   Wikipedia

  • Micosis — Se denomina micosis (del griego μυκος, hongo) a las infecciones sufridas en animales o vegetales provocadas por un hongo u otro organismo del reino Fungi. Las más frecuentes son: caspa, pie de atleta y tiña. Micosis superficiales Las micosis… …   Wikipedia Español

  • Микоз — Mycosis МКБ 10 B35. B49. МКБ 9 110 …   Википедия

  • ερίμυκος — ἐρίμυκος, ον (Α) (ποιητ. τ.) αυτός που μουγκρίζει δυνατά («βοῶν ύπό πόσσ’ ἐριμύκων», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) + μυκος (< μυκώμαι «μουγκρίζω»)] …   Dictionary of Greek

  • μυ — (I) το (Α μὺ και μῡ και ιων. τ. μῶ) (άκλιτο) ονομασία τού γράμματος μ. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. Μ, μ (εγκυκλ.)]. (II) μὺ και μῡ, το (Α) 1. ασθενής ήχος που παράγεται με την ταχεία σύγκλειση τών χειλιών, μουρμούρισμα 2. μίμηση τού ήχου ανθρώπου που κλαίει… …   Dictionary of Greek

  • μυνδός — μυνδός, όν και, κατά τον Ησύχ., μύνδος, ον (Α) 1. άφωνος, άλαλος, μουγγός 2. (κατά τον Ησύχ.) «μύνδος ἄφωνος... ἢ ἐνεός καὶ πόλις τῆς Ἀσίας Μύνδος». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μυκός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”