- προ-πυνθάνομαι
προ-πυνθάνομαι (s. πυνϑάνομαι), vorher erforschen, erfahren; Her. 1, 21. 5, 63. 102; Thuc. 4, 42; auch Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-πυνθάνομαι (s. πυνϑάνομαι), vorher erforschen, erfahren; Her. 1, 21. 5, 63. 102; Thuc. 4, 42; auch Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προπυνθάνομαι — Α ερωτώ να μάθω κάτι από πριν, ζητώ πληροφορίες εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πυνθάνομαι «ζητώ να μάθω, πληροφορούμαι»] … Dictionary of Greek
τυγχάνω — ΝΜΑ, και τυχαίνω Ν 1. αξιώνομαι να αποκτήσω κάτι, απολαμβάνω κάτι, πετυχαίνω κάτι (α. «έτυχε μεγάλου σεβασμού» β. «έτυχε μεγάλων τιμών» γ. «οἴκτου τυχεῑν», Αισχύλ. δ. «ἐπιμελείας τυχεῑν», ΚΔ) 2. συναντώ κάποιον τυχαία (α. «τόν έτυχα προχθές στον… … Dictionary of Greek