- προ-πότης
προ-πότης, ὁ, der Vortrinker, Eur. Rhes. 361.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-πότης, ὁ, der Vortrinker, Eur. Rhes. 361.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καταπότης — καταπότης, ὁ (Α) λάρυγγας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πότης (< πότης < πίνω), πρβλ. προ πότης, συμ πότης] … Dictionary of Greek
πόσις — εως, και ποιητ. τ. πόσσις, ιος, ὁ, Α 1. ο σύζυγος 2. ο νόμιμος σύζυγος σε διάκριση από τον μη νόμιμο 3. φρ. «κρυπτός σύζυγος» ο παράνομος σύζυγος, ο εραστής. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πόσις (< *πότις, με συριστικοποίηση τού τ προ τού ι ) ανάγεται σε… … Dictionary of Greek