ὀρθό-βουλος

ὀρθό-βουλος

ὀρθό-βουλος, grade, recht rathend, guten Rath gebend; μῆτις, μαχαναί, Pind. P. 4, 262. 8, 78; Θέμις, Aesch. Prom. 18.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ορθ(ο)- — (I) (ΑΜ ορθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ορθός και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού όρθιου, τού ίσιου, τού ευθέος, τού κάθετου (πρβλ. ορθο κέρατος, ορθο τενής, ορθό τριχος, ορθο χαίτης) ή …   Dictionary of Greek

  • καλόβουλος — η, ο (Μ καλόβουλος, ον) αυτός που έχει αγαθά φρονήματα, ο καλός μσν. ο συνετός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + βουλος (< βουλή), πρβλ. ορθό βουλος, σκολιό βουλος] …   Dictionary of Greek

  • κενοβουλία — κενοβουλία, ἡ (Α) το να σκέπτεται κάποιος κενά, κούφια, η κουφόνοια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο) * + βουλία (< βουλος < βουλεύω), πρβλ. βραδυ βουλία, ορθο βουλία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”