ἀ-τεχνία

ἀ-τεχνία

ἀ-τεχνία, , Kunstlosigkeit, Ungeschicktheit, Ggstz τέχνη Plat. Phaedr. 274 b; Arist. Eth. 6, 4 u. A.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ζυμοτεχνία — η (μικροβιολ.) 1. κλάδος τής μικροβιολογίας που ασχολείται με τη μελέτη τών διαφόρων ζυμώσεων και την καλλιέργεια ειδικών στελεχών που έχουν επιλεγεί και χρησιμοποιούνται στη βιομηχανία ζωοτροφών, ποτών κ.λπ. 2. η σχετική με τις ζυμώσεις και τη… …   Dictionary of Greek

  • ιπποτεχνία — η το να ανατρέφει και να εκγυμνάζει κάποιος ίππους, ιπποκομία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + τεχνία (< τέχνης < τέχνη), πρβλ. καλλι τεχνία, χειρο τεχνία] …   Dictionary of Greek

  • κηποτεχνία — Βλ. λ. κήπος. * * * η η τέχνη τού σχεδιασμού κήπων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῆπος + τεχνία (< τέχνης < τέχνη), πρβλ. καλλι τεχνία, χειρο τεχνία] …   Dictionary of Greek

  • περισσοτεχνία — η, ΝΑ 1. η υπερβολική ακρίβεια στην τέχνη, η υπερβολική επιτήδευση 2. η μεγάλη μαστοριά, η επιδεξιότητα στην τέχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός + τεχνία (< τέχνης < τέχνη), πρβλ. καλλι τεχνία] …   Dictionary of Greek

  • σιδηροτεχνία — η, Ν η τέχνη τής κατεργασίας τού σιδήρου και τού χάλυβα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + τεχνία (< τέχνης < τέχνη), πρβλ. καλλι τεχνία] …   Dictionary of Greek

  • συνταγοτεχνία — η, Ν η τέχνη τής σύνταξης φαρμακευτικών συνταγών. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνταγή + τεχνία (< τέχνης < τέχνη), πρβλ. χειρο τεχνία] …   Dictionary of Greek

  • φυτοτεχνία — η, Ν (γεωπ.) σύνολο επιστημών και τεχνικών που μελετούν τις διαδικασίες παραγωγής καλλιεργούμενων φυτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυτό + τεχνία (< τέχνης < τέχνη), πρβλ. ζωο τεχνία. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στον Ξενοφ. Ζύγουρα] …   Dictionary of Greek

  • ζωοτεχνία — Εφαρμοσμένη βιολογική επιστήμη, η οποία μελετά, κυρίως για οικονομικούς σκοπούς, την τεχνική της αναπαραγωγής και τις μεθόδους βελτίωσης της απόδοσης, της παραγωγικότητας, της εκτροφής και της ορθολογικής χρήσης των κατοικίδιων ζώων. Ανάλογα με… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροτεχνία — Επιστήμη που μελετά, σχεδιάζει και πραγματοποιεί τις εφαρμογές του ηλεκτρισμού. Τον 19ο αι. η παραγωγή, η συσσώρευση και η χρησιμοποίηση του ηλεκτρισμού, χάρη στις εργασίες διάσημων επιστημόνων, γινόταν με κριτήρια όλο και περισσότερο βιομηχανικά …   Dictionary of Greek

  • οικοτεχνία — η βιοποριστική τέχνη που ασκείται στο σπίτι, οικιακή βιοτεχνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < οίκος + τεχνία (< τέχνης < τέχνη)] …   Dictionary of Greek

  • υδροτεχνία — και υδροτεχνική, η, Ν τεχνολ. επιστημονικός και τεχνολογικός κλάδος που έχει ως αντικείμενο τη συγκέντρωση, διευθέτηση και χρησιμοποίηση τών υδάτων στην οικονομία, γενικά, και στη γεωργία ειδικά, όπως είναι η εκμετάλλευση τών υδατοπτώσεων, η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”