ἀφροδῑσιαστής

ἀφροδῑσιαστής

ἀφροδῑσιαστής, , ausschweifend in der Liebe, Polem. Physiogn. 1, 6.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Ἀφροδισιαστής — voluptuary masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αφροδισιαστής — ο (Α ἀφροδισιαστής) [αφροδισιάζω] έκδοτος στις αφροδίσιες απολαύσεις, φιλήδονος αρχ. οἱ Ἀφροδισιασταί θίασος λατρευτών της Αφροδίτης …   Dictionary of Greek

  • Ἀφροδισιαστήν — Ἀφροδισιαστής voluptuary masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αφροδισιαστικός — ἀφροδισιαστικός, όν (Α) [αφροδισιαστής] 1. αφροδισιακός 2. (για ανθρώπους ή ζώα) λάγνος, ασελγής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”