πρυτανεία

πρυτανεία

πρυτανεία, , ion. πρυτανηΐη, die Prytanie, die Zeit von 35 oder 36 Tagen, während welcher jede der 10 φυλαί in Athen, nach dem Loose abwechselnd, einmal im Jahre die Geschäfte des Rathes der Fünfhundert leitete (s. πρύτανις); die sechs ersten Prytanien waren von 35, die vier letzten von 36 Tagen, im Schaltjahre des metonischen Cyclus jene von 38, diese von 39 Tagen, Böckh's Staatshh. II p. 176. 195; Harpocr. In den Staatsdocumenten werden die Tage nach diesen Prytanien gezählt, z. B. Dem. 24, 27, ἐπὶ τῆς Πανδιονίδος πρώτης, ἑνδεκάτῃ τῆς πρυτανείας, Ἐπικράτης εἶπεν; auch ὁ γραμματεὺς ὁ κατὰ πρυτανείαν, ib. 63. – Daher jedes nach gewissen Zeitabschnitten regelmäßig wechselnde öffentliche Amt, so bei Her. 6, 110 die von einem Tage zum andern wechselnde Oberfeldherrnwürde, der eintägige Vorsitz der einzelnen Feldherren; Schol. Thuc. 4, 118, ἡμέρα, καϑ' ἣν ἔχει τις ἐξουσίαν.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πρυτανεία — πρυτανείᾱ , πρυτάνειος of fem nom/voc/acc dual πρυτανείᾱ , πρυτάνειος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) πρυτανείᾱ , πρυτανεία presidency fem nom/voc/acc dual πρυτανείᾱ , πρυτανεία presidency fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρυτανείᾳ — πρυτανείᾱͅ , πρυτάνειος of fem dat sg (attic doric aeolic) πρυτανείᾱͅ , πρυτανεία presidency fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρυτανεία — (I) η, ΝΑ, και ιων. τ. πρυτανηΐη και αττ. τ. προτανία και προτανεία Α [πρυτανεύω] (στην αρχ. Αθήνα) 1. η θητεία τών πενήντα βουλευτών καθεμιάς από τις δέκα φυλές, που ισοδυναμούσε χρονικά με το 1/10 τού έτους 2. το αξίωμα ή η κυβέρνηση τών… …   Dictionary of Greek

  • πρυτανεία — η 1. το αξίωμα του πρύτανη. 2. η υπηρεσία γύρω από τον πρύτανη. 3. περίοδος θητείας του πρύτανη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρυτανεῖα — πρυτανεῖον the magistrates hall neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρυτάνεια — πρυτάνειος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρυτανείας — πρυτανείᾱς , πρυτάνειος of fem acc pl πρυτανείᾱς , πρυτάνειος of fem gen sg (attic doric aeolic) πρυτανείᾱς , πρυτανεία presidency fem acc pl πρυτανείᾱς , πρυτανεία presidency fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρυτανείαν — πρυτανείᾱν , πρυτάνειος of fem acc sg (attic doric aeolic) πρυτανείᾱν , πρυτανεία presidency fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρυτανεῖαι — πρυτανεία presidency fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρυτανηίη — πρυτανεία presidency fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρυτανείο(ν) — το / πρυτανεῑον, ΝΜΑ, και πρυτάνιον και ιων. τ. πρυτανήϊον και αιολ. τ. προτανήϊον και αττ. τ. προτανεῑον και κρητ. τ. βρυτανεῑον Α (στην αρχαιότητα) 1. δημόσιο οικοδόμημα που βρισκόταν αρχικά στην επονομαζόμενη αγορά τού Θησέως, η οποία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”