ἀντι-βάτης

ἀντι-βάτης

ἀντι-βάτης, , der Entgegentreter; Thürriegel, Sehol. Ar. Vesp. 201.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καβάτας — καβάτας, ὁ (Α) (επίθ. τού Διός στη Λακωνία) αυτός που εμφανίζεται μέσα από βροντές και αστραπές, καταιβάτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταιβάτης, με συγκοπή τού ται καθ απλολογίαν (καται βάτης αντί κατα βάτης)] …   Dictionary of Greek

  • Αναβότας — ο ο Αναβάτης ανδρικό όνομα τής Μυκηναϊκής (a na qo ta). [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + βότας (αττ βάτης) < ΙΕ *gwmtās (το m στη Μυκηναϊκή δίνει ο αντί α)] …   Dictionary of Greek

  • κατά — (I) (AM κατά, Α αρκαδ. τ. κατύ και ποιητ. τ. καταί) πρόθεση που δηλώνει: 1. (με γεν.) α) κίνηση προς κάτι (α. «πάει κατά διαβόλου» πάει προς την καταστροφή β. «πάμε κατά καπνού» βαδίζουμε στον αφανισμό γ. «άι κατ ανέμου» χάσου απ εδώ δ. «κατὰ… …   Dictionary of Greek

  • ορείχαλκος — Δυαδικό κράμα χαλκού και ψευδάργυρου με περιεκτικότητα σε ψευδάργυρο έως 50%. Ο βιομηχανικός ο. (περίπου 20 25% σε ψευδάργυρο) έχει χαρακτηριστικό κίτρινο χρώμα, είναι πολύ συμπαγής, λεπτόκοκκος και μπορεί να υποστεί επεξεργασία εν θερμώ και εν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”