ἀμφ-ερέφω

ἀμφ-ερέφω

ἀμφ-ερέφω, rings bedecken, Antip. Sid.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αμφηρεφής — ἀμφηρεφής, ές (ΑΜ) στεγασμένος αρχ. (για τη φαρέτρα τού Απόλλωνος) αυτή που είναι κλεισμένη και από τις δύο πλευρές, επάνω και κάτω κλειστή, καλά κλεισμένη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι) * + ηρεφὴς < ἐρέφω «καλύπτω με στέγη» (πρβλ. ὑψηρεφής, πετρηρεφής …   Dictionary of Greek

  • υψερεφής — και ὑψηρεφής, ές, Α 1. αυτός που έχει ψηλή οροφή, ψηλοτάβανος («ὑψερεφές μέγα δῶμα», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + ερεφής / ηρεφής (< ἐρέφω), πρβλ. ἀμφ ηρεφής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”