- προ-ποδίζω
προ-ποδίζω, den Fuß od. die Füße vorwärts setzen, vorwärts schreiten, Il. 13, 158. 806.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-ποδίζω, den Fuß od. die Füße vorwärts setzen, vorwärts schreiten, Il. 13, 158. 806.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek