- προ-πώλης
προ-πώλης, ὁ, Vorkäufer, Unterhändler beim Kauf, Ar. bei Poll. 7, 12.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-πώλης, ὁ, Vorkäufer, Unterhändler beim Kauf, Ar. bei Poll. 7, 12.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προπώλης — ὁ, Α αυτός που πουλάει κάτι ως αντιπρόσωπος και για λογαριασμό τρίτου ή αυτός που προμηθεύει αγοραστές στον πωλητή, ο μεσίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πώλης*] … Dictionary of Greek
ιχθύς — ο (AM ἰχθύς) 1. ψάρι, σπονδυλωτό υδρόβιο ζώο που αναπνέει με βράγχια 2. αστρον. (στον πληθ. ως κύριο όν.) οι Ιχθύες ονομασία τού τελευταίου κατά σειρά αστερισμού τού ζωδιακού κύκλου 3. παροιμ. α) «ἄφωνος ὡς ἰχθύς» και β) «ἰχθύος ἀφωνότερος»… … Dictionary of Greek