ἀδέω

ἀδέω

ἀδέω, nur δείπνῳ ἀδήσειεν Od. 1, 134, Unlust am Mahle empfinden, καμάτῳ ἀδηκότες Il. 10, 312. 399. 471, von Müdigkeit ermattet, verdrossen, 10, 98 Odyss. 12, 281 καμάτῳ ἀδηκότες (-ας) ἠδὲ καὶ ὕπνῳ. Buttmann Lexil. 2, 127 ff betrachtet ἀδέω als zusgzogen aus ἀηδέω (ἀηδής, α priv. u. ἡδύς), so daß α lang wäre. Vgl. ἇκων aus α priv. u. έκών, ἀεργός = ἀργός, u. die Zeugnisse bei Buttmann über die Ionische Aussprache von ἀηδής, ἀηδία. Man schreibt aber auch ἀδδήσειεν und ἀδδηκότες; vgl. ἄδην u. ἄδος. Apoll. Lex. Hom. 9, 9 ἀδη κό τες ἄδην ἔχοντες καὶ πεπληρωμένοι· »ὕπνῳ καὶ καμάτῳ ἀδηκότες« ἀηδῶς διατεϑειμένοι, τὸ δὲ παραπλήσιον ἐπὶ τοῦ »δείπνου ἀδήσειεν ὑπερφιάλοισι μετελϑών«, ἀντὶ τοῠ ἀηδισϑείη; vgl. Etymol. m. u. Scholl. Iliad. 10, 98 (Aristonic.) Od. 1, 134. 12, 281.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αδέω — ἀδέω (Α) είμαι κορεσμένος, αισθάνομαι βάρος ή αηδία για κάτι, μπουχτίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποθ. τ. ενεστώτος, που χρησιμοποιήθηκε κυρίως στον αόρ. (ᾱδήσειε) και στον παρακμ. (ᾱδηκότες). Αβέβαιης ετυμολογίας. Σημασιολογικά και μορφολογικά φαίνεται να… …   Dictionary of Greek

  • αδημονώ — (Α αδημονώ, έω) 1. ανησυχώ, ανυπομονώ, αγωνιώ, «κάθομαι σε αναμμένα κάρβουνα» 2. στενοχωριέμαι υπερβολικά, κατέχομαι από άγχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Έχουν προταθεί διάφορες ετυμολογίες. Επικρατέστερη φαίνεται εκείνη που ανάγει τη λ. ἀδήμων (απ’ όπου… …   Dictionary of Greek

  • πρωτολήδεσθαι — Α (κατά τον Ησύχ.) «τὸ πρῶτον ἀποπειρᾱσθαι». [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + λήδεσθαι. Κατά μία άποψη, το β συνθ. συνδέεται με τα ἀηδέω / ἀδέω «είμαι κουρασμένος, αισθάνομαι αηδία», τών οποίων και αποτελεί αλλοιωμένη μορφή (πρβλ. Ησύχ. ληδεῖν «κοπιάν,… …   Dictionary of Greek

  • ἀδηκότ' — ἀ̱δηκότα , ἀδέω to be sated with perf part act neut nom/voc/acc pl (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδηκότα — ἀ̱δηκότα , ἀδέω to be sated with perf part act neut nom/voc/acc pl (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδηκότας — ἀ̱δηκότας , ἀδέω to be sated with perf part act masc acc pl (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδηκότες — ἀ̱δηκότες , ἀδέω to be sated with perf part act masc nom/voc pl (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁδήσειεν — ἁ̱δήσειεν , ἀδέω to be sated with aor opt act 3rd sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”