- προς-περι-ορίζομαι
προς-περι-ορίζομαι, noch dazu oder zugleich mit umgränzen, mit einbegreifen, Longin. 28, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-περι-ορίζομαι, noch dazu oder zugleich mit umgränzen, mit einbegreifen, Longin. 28, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… … Dictionary of Greek