ἄδην

ἄδην

ἄδην, Att. ἅδην, sattsam, zur Genüge, Hom. im Ganzen viermal, mit gen. u. ἐλαύνειν dreimal, Od. 5, 290 ἀλλ' ἔτι μέν μίν φημι ἄδην ἐλάαν κακότητος, Iliad. 19. 423 οὐ λήξω πρὶν Τρῶας ἄδην ἐλάσαι πολέμοιο, 13, 315 οἵ μιν ἄδην ὲλόωσι καὶ ἐσσύμενον πολέμοιο; ohne cas., als Versende Iliad. 5, 203 εἰωϑότες ἔδμεναι ἄδην, wo man auch ἄδδην schreibt. Herodian. Scholl. Iliad. 5, 203 ἄδδην: Νικίας διὰ δύο δ γράφει διὰ τὸ μέτρον, ὁμοίως τῷ »κύον ἀδδεές« καὶ ψιλοῖ. Ἀρίσταρχος δὲ δι' ένὸς δ καὶ βραχέως καὶ δασέως. S. auch Scholl. Od. 5, 290 u. Iliad. 13, 315 (Didym., Nican., Aristonic., Varianten für ἐλόωσι u. πολέμοιο); vgl. ἄδος, ἀδέω, u. s. Buttmann Lexil. 2, 127 ff. – Hesiod. bei Athen. 10, 428 ὅστις ἄδην πίνει, οἶνος δέ οἱ ἔπλετο μάργος; ἄδ. ἔλειξεν αἵματος Aesch. Ag. 802, ἐμπιπλάναι σίτων ἅδ. Plat. Polit. 272 c; ἅδην ἔχειν τινός, genug haben von etwas, es überdrüssig haben, Charm. 153 d; κτείνοντες, des Mordes, Her. 9, 39; οἱ λόγοι ἅδ. ἔχουσιν ἡμῖν Plat. Rep. VII, 541 a, es sind genug. – Oft sp. D.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • άδην — ἅδην και ἄδην επίρρ. (Α) 1. μέχρι κορεσμού, μέχρι αηδίας 2. ασταμάτητα, ατελείωτα 3. ἅλις* 4. φρ. «ἅδην έχω τινός», είμαι χορτασμένος, «μπουχτισμένος» από κάτι, τό έχω βαρεθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἅδην ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *sᾱ / sə «κόρος, κορεννύω,… …   Dictionary of Greek

  • .άδην — ἅδην , ἅδην to one s fill indeclform (adverb) ἅδην , ἅδος satiety neut acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδήν — ἀδήν ( ένος), ο, η (Α) βλ. αδένας …   Dictionary of Greek

  • ἄδην — ἅδην to one s fill indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἅδην — to one s fill indeclform (adverb) ἅδος satiety neut acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ᾄδην — ἀείδω il.Parv.. pres inf act (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ᾅδην — ᾅδης ao masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄδδην — ἅδην to one s fill indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδένας — ο (Α ἀδὴν –ένος, η και ο) επιθηλιακό όργανο του οργανισμού, στο οποίο καταλήγουν αγγεία που εκκρίνουν υγρό κατάλληλο για τη λειτουργία του (κν. γλυκάδι, ελιά, γαργαλήθρα). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀδήν, αρχικά θηλ. γένους (η ἀδήν), ανάγεται σε ΙΕ ρίζα*… …   Dictionary of Greek

  • ζυγάδην — (Α) επίρρ. κατά ζεύγη, ζευγαρωτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγόν + κατάλ. άδην, πρβλ. δρομ άδην, τροχ άδην] …   Dictionary of Greek

  • κρυφάδην — και κρυφάδις και βοιωτ. τ. κρουφάδαν (Α) επίρρ. κρυφά, μυστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρύφα + επιρρμ. κατάλ. άδην (πρβλ. νομ άδην, τροχ άδην)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”