- προς-πορισμός
προς-πορισμός, ὁ, das Zuerwerben, das Zuerworbene, Sp., vom peculium der Sklaven.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-πορισμός, ὁ, das Zuerwerben, das Zuerworbene, Sp., vom peculium der Sklaven.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πορισμός — ο, ΝΑ [πορίζω] 1. εξεύρεση, προμήθεια («ὁρῶν δ ὅτι ταχέως ἀναγκασθήσονται μεταστρατοπεδεύειν οἱ Καρχηδόνιοι διά τὸν πορισμὸν τῶν ἐπιτηδείων», Πολ.) 2. εξοικονόμηση χρημάτων 3. η εξεύρεση τών προς το ζην αναγκαίων αρχ. 1. ο τρόπος απόκτησης… … Dictionary of Greek
κυβέρνια — τα [κυβερνώ] 1. η διαχείριση τών υποθέσεων τού σπιτιού 2. ο πορισμός τών προς το ζην 3. οι προμήθειες τροφίμων που υπάρχουν στο σπίτι, ιδίως σε αγροτικές οικογένειες … Dictionary of Greek