- πρωτο-πραξία
πρωτο-πραξία, ἡ, das erste Mahnen, Eintreiben des Geldes, VLL.; bes. das Vorrecht eines Gläubigers bei Einklagung von Schulden, jus primae exactionis, Plin. ep. 10, 109.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρωτο-πραξία, ἡ, das erste Mahnen, Eintreiben des Geldes, VLL.; bes. das Vorrecht eines Gläubigers bei Einklagung von Schulden, jus primae exactionis, Plin. ep. 10, 109.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιερουργοπραξία — ιερουργοπραξία, η (Μ) ιερουργία, τέλεση θείας λειτουργίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερουργός + πραξία (< πράξις), πρβλ. ευ πραξία, πρωτο πραξία] … Dictionary of Greek
κακοπραξία — κακοπραξία, ἡ (AM) κακοπραγία*, κακή πράξη, κακούργημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + πραξία (< πρᾶξις), πρβλ. ισο πραξία, πρωτο πραξία] … Dictionary of Greek
πρωτοπραξία — η, ΝΑ το προνόμιο ενός ατόμου να ικανοποιηθεί πρώτο από τους άλλους δικαιούχους από την περιουσία τού οφειλέτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + πραξία (< πρακτος < πράσσω), πρβλ. δικαιο πραξία] … Dictionary of Greek