ἐκ-ρέω

ἐκ-ρέω

ἐκ-ρέω (s. ῥέω), aus-, wegfließen; Hom. in tmesi, ἐκ δ' αἷμα μέλαν ῥέε Il. 21, 119 u. öfter, wie Ap. Rh. 1, 1679; ἐξεῤῥύηκε τὰ πτερά Ar. Av. 104; ἔκ τινος, Plat. Phaed. 112 a; entfallen, sich allmälig verlieren, τὸ ἐν τοῖς ὀφϑαλμοῖς γελοῖον ἐξεῤῥύη ὑπὸ τοῠ ἀρίστου Rep. V, 452 d; ἐξεῤῥύησαν οἱ τοῠ Θεμιστοκλέους λόγοι τῶν Ἑλλήνων, sie entfielen den Griechen, Plut. Them. 12, vgl. Pomp. 12. Bei Maced.. 16 (XI, 374) ist es act., τὴν χάριν ἐξέῤῥευσας, hast ausgeströmt, verloren.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ρέω — ῥέω, ΝΜΑ, και επικ. τ. ῥείω Α 1. χύνομαι, τρέχω, κυλώ (α. «τα δάκρυά της έρρεαν ποτάμι» β. «ἔρρεεν αἷμα», Ομ. Ιλ.) 2. αναβλύζω, ξεχύνομαι (α. «το νερό τής βρύσης έρρεε άφθονο» β. «[πηγὴ] ὕδατι ῥέει», Ομ. Ιλ.) 3. φρ. «τα πάντα ρει» τα πάντα κυλούν …   Dictionary of Greek

  • ρέω — ρέω, έρευσα βλ. πίν. 42 Σημειώσεις: ρέω : εύχρηστη η λόγια μτχ. ενεστώτα ρέων, ρέουσα, ρέον, σε εκφρ. όπως ρέουσα ομιλία κτλ. Στους αυξημένους τύπους δε διπλασιάζεται το ρ, παρά μόνο στα λόγια σύνθετα (π.χ. διαρρέω – διέρρευσα) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ῥέω — ῥέον neut nom/voc/acc dual ῥέον neut gen sg (doric aeolic) ῥέω flow pres subj act 1st sg ῥέω flow pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρέω — έρρευσα, τρέχω, σχηματίζω ρεύμα, χύνομαι: Το αίμα έρρεε ασταμάτητα από την πληγή του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ῥέῳ — ῥέον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥεῖον — ῥέω flow pres part act masc voc sg (epic) ῥέω flow pres part act neut nom/voc/acc sg (epic) ῥέω flow imperf ind act 3rd pl (epic) ῥέω flow imperf ind act 1st sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥεῖτε — ῥέω flow pres imperat act 2nd pl (attic epic) ῥέω flow pres opt act 2nd pl ῥέω flow pres ind act 2nd pl (attic epic) ῥέω flow imperf ind act 2nd pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥείῃ — ῥέω flow pres subj mp 2nd sg (epic) ῥέω flow pres ind mp 2nd sg (epic) ῥέω flow pres subj act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥεύσῃ — ῥέω flow aor subj mid 2nd sg ῥέω flow aor subj act 3rd sg ῥέω flow fut ind mid 2nd sg ῥεύσηι , ῥεῦσις flowing fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρρύηκε — ῥέω flow perf imperat act 2nd sg ῥέω flow perf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρρύηκεν — ῥέω flow plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) ῥέω flow perf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”