- προς-σωρεύω
προς-σωρεύω, dazu, dabei häufen, anhäufen; Luc. Anach. 25; Geopon.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-σωρεύω, dazu, dabei häufen, anhäufen; Luc. Anach. 25; Geopon.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θίγω — (ΑΜ θιγγάνω) 1. αγγίζω, ακουμπώ, άπτομαι, ψαύω 2. πλησιάζω, προσεγγίζω 3. ανακινώ κάποιο ζήτημα, κάνω λόγο γιά κάτι, αναφέρω κάτι («στο λόγο του έθιξε πολλά ζητήματα») 1. νεοελλ. μτφ. πειράζω, προσβάλλω («με τα λόγια του τόν έθιξε κατάκαρδα») 2.… … Dictionary of Greek