- προς-τραχηλίζω
προς-τραχηλίζω, beim Ringen den Gegner um den Hals fassen, den Hals zusammendrücken, Plut. lacon. apophth. p. 241.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-τραχηλίζω, beim Ringen den Gegner um den Hals fassen, den Hals zusammendrücken, Plut. lacon. apophth. p. 241.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τραχηλίζω — ΝΑ [τράχηλος] κάμπτω ή στρίβω προς τα πίσω τον λαιμό ζώου για να τό σφάξω μσν. αρχ. (κυρίως το ουδ. πληθ. μτχ. παθ. παρακμ., ως ουσ.) τά τετραχηλισμένα αυτά που έχουν φανερωθεί («πάντα δὲ γυμνὰ καὶ τετραχηλισμένα τοῑς ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ», ΚΔ) αρχ. 1 … Dictionary of Greek
τράχηλος — Οικισμός (υψόμ. 10 μ.), στην πρώην επαρχία Κισσάμου, του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γραμβούσης. * * * ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τράχαλος και ετερόκλιτος τ. πληθ. τράχηλα τὰ, Α 1. το στενό και κυλινδρικό τμήμα τού σώματος το οποίο… … Dictionary of Greek