- προς-υπερ-βάλλω
προς-υπερ-βάλλω (s. βάλλω), noch dazu übertreffen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-υπερ-βάλλω (s. βάλλω), noch dazu übertreffen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek