ἠώ-κοιτος

ἠώ-κοιτος

ἠώ-κοιτος, am Morgen schlafend, Eust.; nach Suid., der Morgenschlaf.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κοίτος — κοῑτος, ὁ (Α) 1. τόπος για κατάκλιση, κοίτη, κλίνη, κρεβάτι («ὄφρα Ποσειδάωνι... σπείσαντες κοίτοιο μεδώμεθα», Ομ. Οδ.) 2. (για πτηνά) μέρος για κούρνιασμα 3. μάντρα, στάβλος 4. ύπνος («αὐτάρ ἐπήν νύξ ἔλθη ἕλῃσί τε κοῑτος ἅπαντας», Ομ. Οδ.) 5. η… …   Dictionary of Greek

  • κοῖτος — resting place masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοῖτοι — κοῖτος resting place masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάκοιτος — η, ο (AM κατάκοιτος, ον) νεοελλ. μσν. αυτός που μένει ξαπλωμένος στο κρεβάτι από κάποια αρρώστια, κρεβατωμένος αρχ. αυτός που αναπαύεται στο κρεβάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κοιτος (< κοίτη ή κοῖτος), πρβλ. από κοιτος, πρό κοιτος] …   Dictionary of Greek

  • λαθραιόκοιτος — λαθραιόκοιτος, ὁ (Α) μοιχός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθραῖος + κοιτος (< κοίτη ή κοῖτος), πρβλ. αγλαό κοιτος, κατά κοιτος] …   Dictionary of Greek

  • ημερόκοιτος — ἡμερόκοιτος, δωρ. τ. ἁμερόκοιτος, ον (Α) (για κλέφτες ή για νυχτερίδες) αυτός που κοιμάται την ημέρα για να μπορεί να κλέβει κατά τη νύχτα («μή ποτε σ ἡμερόκοιτος ἀνήρ ἀπὸ χρήμαθ ἕληται», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + κοιτος (< κοίτη),… …   Dictionary of Greek

  • ηώκοιτος — ἠώκοιτος, ό (Α) φρ. «ἠώκοιτος ὕπνος» πρωινός ύπνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηώς + κοιτος (< κοίτη) πρβλ. ά κοιτος, ομό κοιτος] …   Dictionary of Greek

  • απόκοιτος — ἀπόκοιτος, ον (Α) 1. αυτός που δεν κοιμάται πλέον στο σπίτι του 2. όποιος έχει απομακρυνθεί ή αποξενωθεί από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + κοιτος < κοίτος «κλίνη, κρεβάτι» (πρβλ. κατάκοιτος, οψίκοιτος κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • δεξιοκοιτώ — δεξιοκοιτῶ ( έω) (Α) κοιμάμαι στο δεξί πλευρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεξιός + κοιτώ < κοιτος < κοίτος «κλίνη, κρεβάτι»] …   Dictionary of Greek

  • κείμαι — (ΑΜ κεῑμαι) 1. είμαι τοποθετημένος κάπου, βρίσκομαι κάπου, έχω θέση, εδρεύω, απαντώ 2. είμαι ξαπλωμένος στο έδαφος 3. κατάκειμαι, απόκειμαι, είμαι θαμμένος, βρίσκομαι νεκρός, κείτομαι («ενθάδε κείται») 4. (για νόμους) ισχύω, έχω κύρος, έχω τεθεί …   Dictionary of Greek

  • λαθροκοιτώ — λαθροκοιτῶ, έω (Μ) συνευρίσκομαι κρυφά και παράνομα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάθρα + κοιτῶ (< κοιτος < κοίτη ή κοῖτος), πρβλ. παρα κοιτώ, χαμαι κοιτώ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”